- φιλοβασιλισταί
- φῐλο-βᾰσῐλισταί, οἱ,A 'the King's Own', regiment in Egypt, UPZ161.4 (ii B. C.), PAmh.2.39.12 (ii B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φιλοβασιλιστής — ὁ, Α στον πληθ. οἱ φιλοβασιλισταί (στην Αίγυπτο) μέλη τής βασιλικής φρουράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + βασιλισταί «ομάδα στρατιωτών και λατρευτών τού Πτολεμαίου Ευεργέτη» (< βασιλίζω «είμαι με το μέρος τού βασιλιά»)] … Dictionary of Greek